- μύωπας
- ο, ηαυτός που δε βλέπει μακριά, που πάσχει από μυωπία, ο κοντόφθαλμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μύωπας — μύωψ closing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek
υπόσκνιπος — και ὑπόσκνιφος και ὑπόσχνιφος και ὑπόσκιφος, ον, Α λίγο μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκνιπός «μύωπας»] … Dictionary of Greek
κοντόθωρος — η, ο 1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά 2. μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, καλό… … Dictionary of Greek
κοντόματος — η, ο μύωπας, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] … Dictionary of Greek
κοντόφθαλμος — η, ο 1. αυτός που δεν βλέπει μακριά, μύωπας 2. μτφ. αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι ή δεν μπορεί να διαισθανθεί μια κατάσταση, ο περιορισμένης αντιλήψεως και κρίσεως άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + (< οφθαλμός), πρβλ. λοξ όφθαλμος … Dictionary of Greek
λημώ — (Α λημῶ, άω) [λήμη] έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτια αρχ. (κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ. β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις»… … Dictionary of Greek
μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… … Dictionary of Greek
μυωπίας — μυωπίας, ὁ (ΑΜ) μύωπας, κοντόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, ωπος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. οξυωπ ίας)] … Dictionary of Greek
μυωπός — μυωπός, όν (Α) [μύωψ (Ι)] αυτός που πάσχει από μυωπία, ο μύωπας … Dictionary of Greek